-
1 компресс
компресс м η κομπρέσα согревающий \компресс η ζεστή κομ πρέσα поставить \компресс βάζω κομπρέσα* * *мη κομπρέσαсогрева́ющий компре́сс — η ζεστή κομπρέσα
поста́вить компре́сс — βάζω κομπρέσα
-
2 компресс
-а α.κομπρέσα•влажний компресс υγρή κομπρέσα•
поставить -ы βάζω κομπρέσες.
-
3 компресс
мед. η κομπρέσα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компресс
-
4 примочка
(процедура, раствор) η κομπρέσα (διαδικασία και ουσία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примочка
-
5 согревающий
согревающийθερμαντικός:\согревающий компресс ἡ ζεστή κομπρέσα -
6 компрессный
επ.για κομπρέσα•-ая бумага χαρτί για κομπρέσες.
-
7 примочка
-и θ.1. κομπρέσα•делать, класть -и κάνω, βάζω κομπρέσες•
глазная примочка το κολλύριο.
2. το διάλυμα για κομπρέσες•свинцовая примочка το μολυβδόνερο.
-
8 согревающий
επ. από μτχ.θερμαντικός• θερμογόνος•-ее напиток θερμαντικό ποτό.
|| ουσ. -ее ουδ. θερμαντικό (ποτό).εκφρ.согревающий компресс – ζεστή κομπρέσα. -
9 ставить
ставить 1ставлю, ставишьρ.δ.μ.1. στήνω ορθό•ставить на ноги στήνω στα πόδια.
2. βάζω, θέτω τοποθετώ•ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•
ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•
ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).
|| διορίζω•ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.
|| εγκατασταίνω•ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.
|| μτφ. φέρω, οδηγώ•ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.
3. στήνω•ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•
ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•
ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.
|| δίνω προσφέρω•ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•
им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.
4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).
6. βάζω•ставить паруса βάζω πανιά•
ставить подпись βάζω υπογραφή•
ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.
|| επιθέτω•ставить компресс βάζω κομπρέσα•
ставить горчичники βάζω συναπισμό•
ставить пиявки βάζω βδέλλες•
ставить печать βάζω σφραγίδα.
7. οικοδομώ, φτιάχνω•ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•
ставить мельницу φτιάχνω μύλο.
8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•ставить опыты κάνω πειράματα•
ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.
9. προτείνω•ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•
ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.
10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•
ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.
|| σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•ставить в связь συνδέω.
εκφρ.ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.ставить 2ставлю, ставишьρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..
См. также в других словарях:
κομπρέσα — η ψυχρό ή θερμό επίθεμα, κομμάτι από γάζα ή ύφασμα ποτισμένο με νερό ή οινόπνευμα ή άλλη ουσία, το οποίο τοποθετείται εξωτερικά πάνω στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compressa «πεπιεσμένο επίθεμα» < γαλλ. compresse < ρ. compressor < λατ.… … Dictionary of Greek
κομπρέσα — η (λ. γαλλ. ή ιταλ.), τεμάχιο γάζας ή υφάσματος που διαβρέχεται με ζεστό ή κρύο νερό και τοποθετείται στην επιφάνεια του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβρεγμα — το (Α ἔμβρεγμα) βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα νεοελλ. το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής εμβροχής … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
εμβροχή — (I) η (Α ἐμβροχή) 1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα νεοελλ. 1. η διήθηση τού δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό 2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της αρχ. έμβρεγμα, κομπρέσα. (II) ἐμβροχή, η (Α)… … Dictionary of Greek
επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή … Dictionary of Greek
κατάντλημα — κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ] 1. λουτρό 2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα … Dictionary of Greek